- ἀναξηρασίᾳ
- ἀναξηρασίᾱͅ , ἀναξηρασίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναξηρασία — ἀναξηρασία, η (Α) [ἀναξηραίνω] η αναξήρανση … Dictionary of Greek
ἀναξηρασίαν — ἀναξηρασίᾱν , ἀναξηρασία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξηραίνω — (Α ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω) κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνω νεοελλ. μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνω αρχ. 1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό 2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.… … Dictionary of Greek